- κατασυνήθεια
- κατασυνήθεια, ἡ (Α)πάπ. το συνηθισμένο δώρο, φιλοδώρημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ συνήθειαν (το κατά συνηθειαν διδόμενον), πρβλ. πουρμπουάρ < γαλλ. φρ. pour boire «για να πιει (κανείς)»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.